Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δημόσιας τριετοῦς δράσεως τοῦ Κυρίου, «λογοποιοὶ τινες ἀθυροστομεῖν εἰωθότες» (Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), δηλ. ἄνθρωποι κουτσομπόληδες ποὺ εἶχαν συνηθίσει νὰ λέγουν ἀθυροστομίες, διέδιδαν εἰς βάρος Του τὰ ἀκόλουθα: Ἔλεγαν πὼς ὁ Χριστὸς περιφρονεῖ τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο, «καινὰ δὲ αὐτὸς εἰσφέρει διδάγματα», δηλ. καινούρια διδάγματα εἰσάγει στὸ βίο τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ἔρχεται ὁ σημερινὸς νομικός τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσπαθεῖ νὰ παρασύρει τὸν Ἰησοῦ σὲ κάποια συζήτηση, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἐπιτύγχανε δύο πράγματα. Θὰ ἔκανε τὸ Χριστὸ νὰ ὁμολογήσει πὼς ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ εἶναι παρωχημένος, ἐνῶ ὁ ὑποτιθέμενος δικός Του εἶναι σωστός. Ἀγνοοῦσε πὼς ὁ νομοθέτης καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂς παρακολουθήσουμε, λοιπόν, τὴ συνετὴ συμπεριφορὰ τοῦ Κυρίου ἀπέναντι στὸ νομικό.
Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου πὼς ὁ νομικὸς πλησίασε τὸ Χριστὸ μὲ διάθεση ὄχι νὰ μάθει, ἀλλὰ νὰ πειράξει. Τὸν ἀποκαλεῖ διδάσκαλο: «Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 10,25). Ἡ πρόθεση τοῦ νομικοῦ δὲν ἦταν νὰ μάθει κάτι περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἤξερε, ἀλλὰ «συναρπᾶσαι προσδοκῶν», ἤθελε νὰ παγιδεύσει τὸ Χριστό, κατὰ τοὺς Πατέρες. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς συνεχῶς μιλοῦσε στὰ κηρύγματά Του γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ «περιαυτὸς» (ἐγωιστὴς) νομικὸς χρησιμοποιεῖ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ Τὸν δελεάσει. Ἐδῶ εἶναι καὶ ἡ σύνεση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τὸν ἀποκαλύπτει. Δὲν ξεσκεπάζει τὴν ὑποκρισία του οὔτε τὸν περιφρονεῖ. Ὁ νομικὸς καυχιόταν γιὰ τὴ γνώση του πάνω στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο. Ὁ Χριστὸς τὸν παραπέμπει ἐκεῖ. «Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν˙ ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγιγνώσκεις;» (Λουκ. 10,26). Μάλιστα, ὅταν ἀποκρίθηκε σωστά, τὸν ἐπαίνεσε ὁ νομοδότης Κύριος. «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης» (Λουκ. 10,28). Δὲν τὸν ἐξερέθισε. Ἀντίθετα χωρὶς φθόνο καὶ κακότητα τὸν ἐπαίνεσε δημόσια. Ὁ νομικὸς στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ πὼς εἶναι κάποιος τυχαῖος, ρώτησε ποιὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους «πλησίον» (Λουκ. 10,29). Ὁ νομικὸς ἦταν δοχεῖο γνώσεων, ἀλλὰ δὲν ἦταν σκεῦος ἀρετῶν. Ἤθελε νὰ δείξει στὸ Χριστὸ πὼς δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ τὰ πράγματα, ὅπως τὰ λέγει, ἀλλ’ ἔχουν βάθος. Ἤθελε νὰ παρουσιάσει τὶς ἰδέες του, νὰ δείξει πὼς ὑπερέχει ὅλων. Ὁ νομικὸς ρωτάει γιὰ τὸν πλησίον καὶ ὁ Κύριος τοῦ δείχνει τί κάνει ὁ πλησίον. Ὁ ἕνας ἤθελε γνώσεις καὶ ὁ Ἄλλος τοῦ ὑπέδειξε τὴν πράξη. Μὲ τὴ φιλάνθρωπη διάθεση ἀποδεικνύουμε, ἐὰν νιώθουμε τὸ διπλανό μας ὡς πλησίον.
Οἱ διάφοροι φιλόσοφοι τοῦ κόσμου τούτου λένε πὼς «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου». Ἀντίθετα, οἱ Ἅγιοι ἔλεγαν: «εἶδα τὸν ἀδελφόν μου, εἶδα Κύριον τὸν Θεόν μου». Ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὁ μεγάλος Πλησίον, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθένα μας ὁ συνάνθρωπος ἂς γίνει πλησίον. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ καθένας ἑνώνεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὸ συνάνθρωπό του. Δὲν μᾶς ὠφελοῦν τὸ πλῆθος τῶν θεολογικῶν γνώσεων, ὅταν εἴμαστε στεγνοὶ ἀπὸ αἰσθήματα φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης γιὰ τὸ διπλανό μας. Μάλιστα οἱ πολλὲς γνώσεις χωρὶς τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογή τους γίνονται καὶ ἀφορμὴ κατακρίσεώς μας: «Ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἐτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. 12,47). Ὁ Χριστὸς θέλοντας νὰ καταδείξει τὴν μεγάλη σημασία τῆς ἀγάπης διευκρίνησε ὅτι ὁ δρόμος γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν περνάει μέσα ἀπὸ τὸν πλησίον. Πλησίον, βέβαια, δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ βρίσκεται κοντά μας ἀλλὰ εἶναι πάντα ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, ὁ διαφορετικός, ὁ ἀνώνυμος, ὁ ξένος, ὁ ἀλλοεθνής, ὁ ἀλλόθρησκος, ὁ ἐχθρός μας. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν δίστασε νὰ διακηρύξει ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ἄλλου ἀνθρώπου εἰκονίζει τὸ δικό του πρόσωπο. Κανένα πολιτικὸ ἢ κοινωνικὸ σύστημα δὲν ἔφτασε σ’ αὐτὴν τὴν πληρότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ βλέπουμε τὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα τὰ πολιτικὰ συστήματα, ὁμιλοῦν γιὰ παρατάξεις, γιὰ ὁμάδες, γιὰ ὀπαδοὺς καὶ ἀκολούθους. Ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνες», ὁμιλεῖ γιὰ πλησίον, γιὰ ἀδελφούς, γιὰ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ἀγάπη χωρὶς διάκριση, γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε: «Οὐδέποτε προτίμησα τὸ προσωπικό μου συμφέρον ἀπὸ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου». Ἐπίσης, ὁ ἀββὰς Ἀγάθων συμπληρώνει: «Ἀγάπη εἶναι νὰ βρῶ ἕναν λεπρὸ καὶ νὰ τοῦ δώσω εὐχαρίστως τὸ σῶμα μου καί, ἂν εἶναι δυνατό, νὰ πάρω τὸ δικό του». Ἂς τὰ ἔχουμε ὅλα αὐτὰ ὑπόψη μας, γιὰ νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι μποροῦμε γιὰ τὸν πλησίον μας, ποὺ εἶναι ὁ ἀδελφός μας. Ἀμήν.