Ὁ σημερινὸς τυφλός τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε ἀπογοητευθεῖἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Προφανῶς εἶχε καταφύγει παντοῦ, εἶχε ἀπογοητευθεῖ καὶἡ μόνη ἐλπίδα τουἦταν ὁ Χριστός. Ὅταν, λοιπόν, ἄκουσε πὼς ὁ Χριστὸς ἐγγίζει στὴν Ἱεριχῶ, «ἐν τῷἐγγίζειν αὐτῷ εἰς Ἱεριχώ» (Λουκ. 18,35), καὶἀφοῦ πληροφορήθηκε τὴν ἐπικείμενη πάροδό Του ἀπὸ κοντά του, «ἐβόησε λέγων˙ Ἰησοῦ υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με» (18,38). Ἡἐπιθυμία του νὰ θεραπευθεῖἦταν πολὺ μεγάλη, γι’ αὐτὸ καὶἡ προσευχή του πολὺἰσχυρὴ καὶἐπίμονη. Ἂς δοῦμε τὴν ἐπίμονη προσευχὴ τοῦ τυφλοῦ.Ἕνας Ρῶσος Ἐπίσκοπος λέγει πὼς ἡ προσφώνηση « Ἰησοῦ υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. 18,38) ἦταν ἡ πιὸ τέλεια ὁμολογία πίστεως, ποὺ μποροῦσε νὰ κάνει ἐκείνη τὴ στιγμή. Ἀναγνώρισε στὸ Χριστὸ τὸν υἱὸ τοῦ Δαβίδ, τὸ Μεσσία, γιατί ἀκόμα δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀποκαλέσει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἄλλωστε δὲν τὸ γνώριζαν ἀρχικὰ οὔτε καὶ οἱ μαθητές Του. Ἀναγνωρίζει στὸ Χριστὸ «τὸν ἀναμενόμενον». Ἡ προσευχὴ τοῦ τυφλοῦ εἶχε τὸ στοιχεῖο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλο στοιχεῖο τῆς προσευχῆς τοῦ τυφλοῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Εἶχε βαθύτατα ἀπελπισθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν περίμενε οὔτε ἤλπιζε πὼς μπορεῖ κάποιος ἄλλος νὰ τὸν κάνει καλά. Αὐτὴ ἡ βαθιὰ ἀπελπισία του, γράφει ὁ Ἐπίσκοπος Σουρὼζ Ἀντώνιος, ἦταν ἡ πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνέβλυζε μία πίστη, μία προσευχὴ γεμάτη ἀπὸ τέτοια πεποίθηση καὶ τέτοια ἐπιμονή, ποὺ ἔσπασε ὅλους τους φραγμούς, μία ἀπ’ ἐκεῖνες τὶς προσευχὲς ποὺ ἠχοῦν στὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ.
Ἄλλο χαρακτηριστικό τῆς προσευχῆς τοῦ τυφλοῦ εἶναι ἡ ἐπιμονή του. Ἐνῶ οἱ «παράγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ, αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν» (Λουκ. 18,39), φώναζε περισσότερο καὶ ἱκέτευε πιὸ θερμὰ τὸν ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων Ἰησοῦ. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος γράφει πὼς φώναζε πιὸ πολύ, γιατί ἡ θερμότητα καὶ ἡ ἐπιμονή του στὴν προσευχὴ προερχόντουσαν ἀπὸ τὴν ἐσωτερική του κατάσταση: «θερμότης γὰρ ἦν τὸ ἔνδοθεν κινοῦν αὐτόν». Ἡ ψυχή του τὸν πληροφοροῦσε πὼς τώρα ἦταν ἡ πιὸ κατάλληλη στιγμή, γιὰ νὰ πετύχει τὸ ποθούμενο.
Στὴν προσευχὴ τοῦ τυφλοῦ ὁ Κύριος ἀπάντησε θετικά. Γιατί δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀπέραντη ἀγάπη Του. Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν πρωταρχικὴ αἰτία τῆς δημιουργίας ἐκ τοῦ μηδενὸς ἀλλὰ καὶ τῆς συντήρησης τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἐκφράζεται ὡς ἔλεος, δηλαδὴ ὡς εὐσπλαχνία. Γι’ αὐτὸ στὴν προσευχή μας ἰδιωτικὴ ἢ δημόσια, στὸ σπίτι ἢ στὸ Ναὸ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὸ πιὸ σπουδαῖο καὶ πιὸ σημαντικὸ αἴτημα κάθε ἀνθρώπου, αὐτὸ ποὺ ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἐκφράζει μὲ δύο μόνο λέξεις «Κύριε Ἐλέησον». Αὐτὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται εἰδικότερα στοὺς κατατρεγμένους τῆς ζωῆς. Ὁ Θεὸς εὐσπλαχνίζεται τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς δοκιμαζόμενους μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο ἀνθρώπους. Συμπονεῖ καὶ συμπάσχει μαζί τους. «Ἴδετε εἴ ἐστιν ἄλγος κατὰ τὸ ἄλγος μου» (Ἱερ. Θρῆνοι α΄12). Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται περισσότερο γιὰ αὐτοὺς παρὰ γιὰ τοὺς τυχὸν δικαίους καὶ ἁγίους. Ἄλλωστε ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ γιορτάσουμε εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἔκφραση καὶ ἐκδήλωση τοῦ ἀμέτρητου ἐλέους τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς κοινωνία ἁμαρτωλῶν μετανοούντων ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ παρέχει μέσα ἀπὸ τὰ μυστήριά Της.
Ὁ Μέγας ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν, ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, κάνει τὴν ἀκόλουθη παρατήρηση: ἂς θαυμάσουμε στὸν τυφλὸ τὴν ἔνταση τῆς ὁμολογίας. Μερικοὶ τὸν ἐπιτιμοῦσαν, ὅταν ὁμολογοῦσε στὴν προσευχή του τὴν πίστη του ἀπέναντι στὸ Χριστό. Αὐτὸς, ὅμως, δὲν ὑποχωροῦσε, οὔτε ἐμποδιζόταν ἡ παρρησία του ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἐπιτιμοῦσαν. Πράγματι τὸν ἐπιτιμοῦσαν ἀλλὰ ὁ πιστὸς τυφλὸς δὲν τὸ ἔβαζε κάτω καὶ ἀκολουθοῦσε τὸ Χριστὸ, γνωρίζοντας πὼς εἶναι καλὴ ἡ ἀναίδεια ποὺ ἐκδηλώνεται ὑπὲρ τῆς πίστεως.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ τυφλὸς καὶ μετέπειτα εὐγνώμων ὑγιὴς προσευχήθηκε στὸν Κύριο μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Ἡ προσευχή του εἶχε πίστη, προερχόταν ἀπὸ τὴν πεποίθηση πὼς μόνον ὁ Χριστὸς θὰ τὸν θεραπεύσει, ἦταν ἐπίμονη καὶ συγκεκριμένη καὶ στὸ τέλος ἦταν καὶ προσευχὴ εὐγνωμοσύνης. Ἀκολούθησε τὸ Χριστὸ «δοξάζων τὸν Θεὸν» (Λουκ. 18,43). Ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα μᾶς παρακινοῦν ὅλους μας νὰ ἐλέγξουμε τὴν ποιότητα τῆς προσευχῆς μας. Εἶναι σωστὸς ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο προσευχόμαστε ἢ εἶναι γεμάτος ἀπὸ νοσηρὰ στοιχεῖα πού προκαλοῦν τὴν ἀποδοκιμασία τοῦ Θεοῦ; Ἂς προσέξουμε πῶς προσευχόμαστε. Ἀμήν.