Νεομάρτυρας Χριστόδουλος γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριό τῆς Κασσάνδρας, πού ὀνομαζόταν Βαλτά. Σέ νεαρή ἡλικία ἦλθε στή Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔκανε τό ἐπάγγελμα τοῦ ράφτη.
Πληροφορήθηκε ὅτι κάποιος χριστιανός Βούλγαρος, ἑτοιμαζόταν ν’ ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Τότε ὁ Χριστόδουλος προμηθεύτηκε ἕναν μικρό σταυρό καί πῆγε στό καφενεῖο, ὅπου θά γινόταν ἡ περιτομή τοῦ ἀρνησίχριστου. Διέσχισε τό πλῆθος τῶν γενιτσάρων, καί ἐνῶ χτυποῦσαν τά τύμπανα, πλησίασε τόν ἀρνησίχριστο, παρουσίασε τόν σταυρό καί τοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ τί ἔπαθες; Νά ἡ πίστη μας, νά ὁ Χριστός πού σταυρώθηκε γιά τήν ἀγάπη μας.
Σύ γιατί ἀφήνεις τόν Χριστό τόν σωτήρα σου καί γίνεσαι Τοῦρκος;». Ἐξαγριωμένοι οἱ Τοῦρκοι, ὅρμησαν καί συνέλαβαν τόν Χριστόδουλο καί μέ χτυπήματα τόν ὁδήγησαν στόν κριτή, ὅπου ἀπαίτησαν τόν θάνατό του. Στήν προτροπή τοῦ κριτῆ ν’ ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, ὁ Μάρτυρας μέ θάρρος ἀπάντησε: «... καί σύ ἄφησε τόν μωαμεθανισμό καί γίνε Χριστιανός».
Ἀποδεικνύοντας ἔτσι τήν ἀκλόνητη πίστη του, παραδόθηκε στούς δήμιους, οἱ ὁποῖοι τόν κρέμασαν κοντά στόν ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ στή Θεσσαλονίκη, στίς 28 Ἰουλίου 1777.
Τό λείψανο τοῦ Ἁγίου μέ καρφωμένο τόν σταυρό στήν πλάτη του, παρέμεινε γυμνό κρεμασμένο γιά δυό μέρες. Κατόπιν οἱ Χριστιανοί, ἀγόρασαν τό λείψανό του ἀντί 600 γροσιῶν καί τό ἔθαψαν μέ τιμές.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κασσανδρείας, καί τῆς πίστεως, νέος ὁπλίτης, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Χριστόδουλε· τοῦ γάρ Σωτῆρος κηρύξας τό ὄνομα, τόν δι’ ἀγχόνης ὑπέμεινας θάνατον. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως Ἅγιε, Χριστῷ δουλεύων ἀμέμπτως, στρατιώτης ἄριστος, τῆς οὐρανίου στρατείας, γέγονας, καλῶς ἀθλήσας ὑπέρ Κυρίου· ὅθεν σε, ὡς Νεομάρτυρα νικηφόρον, ἀνυμνοῦμεν καί βοῶμεν· Χαίροις τό κλέος ἡμῶν Χριστόδουλε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Κασσανδρείας θεῖος βλαστός, ὁ ὑστέροις χρόνοις, μαρτυρήσας ὑπέρ Χριστοῦ· χαίροις Νεομάρτυς, Χριστόδουλε θεόφρον, ἡμῶν πρός τόν Σωτῆρα, πρέσβυς θερμότατος.