Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Περσίδος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μαρτυρήσαντες (17 Απριλίου)
Ἅγιος Ἱερομάρτυς Συμεών ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου καί ἦταν προϊστάμενος τῶν Ἐκκλησιῶν Κτησιφῶντος καί Σαλήκ (στή Σελευκεία).
Ὅταν εἶδε τά παράνομα ἔργα τῶν Περσῶν καί ἐπειδή δέν ὑπέφερε τίς διαταγές τους, ἔγραψε στόν βασιλέα Σαβώριο ὅτι «ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί δέν ἀνεχόμαστε νά σᾶς ὑποφέρουμε. Κάνε λοιπόν αὐτό πού θέλεις». Τότε ὁ Σαβώριος, ἀφοῦ ἔστειλε στρατιῶτες, τόν συνέλαβε καί τόν ὁδήγησε δέσμιο στή φυλακή.
Ἐκεῖ, στή φυλακή ὄντας ὁ Ἅγιος, κατάφερε μέ τήν διδασκαλία του νά ἐπαναφέρει στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ τόν πραιπόσιτο καί εὐνοῦχο τοῦ βασιλέως Γοθαζάτ ἢ Γουζθαδάτ, πού ἦταν μέν Χριστιανός ἀλλά φοβόταν καί προσκυνοῦσε τόν ἥλιο, σύμφωνα μέ τό νόμο τῶν Περσῶν. Καί πῶς ἔγινε αὐτό; Ὅταν ὁ Ἅγιος Συμεών κλείσθηκε στή φυλακή, τόν εἶδε ὁ Γοθαζάτ καί θέλησε νά τόν ἀσπασθεῖ. Ὁ Ἅγιος ὅμως δέν δέχθηκε. Καί ἐπειδή δέν δέχθηκε, εἶπε στόν ἑαυτό του: «Ἂν ὁ Συμεών, πού εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μέ ἀποστράφηκε, πῶς ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο ἀρνήθηκα, θά μέ ἀγαπήσει;».
Ἡ εἴδηση ἔφθασε στά αὐτιά τοῦ βασιλέως Σαβωρίου. Ἡ ὀργή του στράφηκε κατά τοῦ Ἁγίου Συμεών καί ἐπεκτάθηκε σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ἔδωσε ἐντολή νά ἀποκεφαλίσουν ὅλους τούς Χριστιανούς τῆς περιοχῆς. Συνελήφθησαν λοιπόν ἀπό τήν τοπική Ἐκκλησία μαζί μέ τόν πρεσβύτερο Ἀβδελᾶ χίλιοι ἑκατόν πενήντα ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν τήν ἴδια ἡμέρα μέ τόν Ἐπίσκοπό τους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ὑποφήτης τῶν ἐνθέων δογμάτων, μαρτυρικόν συνασπισμόν ἐπαλείφεις, λόγοις ὁμοῦ καί πράξεσι πρός ἄθλους ἱερούς· μεθ’ ὧν καί συνήθλησας, Συμεών Ἱεράρχα, καί Χριστῷ ἀνέδραμες, σύν αὐτοῖς ἀνακράζων· Ἰδού ἡμεῖς ὡς πρόβατα σφαγῆς, τῇ σῇ ἀγάπῃ, Σωτήρ ἐλογίσθημεν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐκ Περσίδος ἔλαμψας ὡς ἑωσφόρος, Συμεών μακάριε, δῆμον Ἁγίων Ἀθλητῶν, ἔχων ἡμῖν συνανίσχοντας, ὥσπερ ἀστέρας· μεθ’ ὧν εὐφημοῦμέν σε.
Μεγαλυνάριον.
Αἴγλῃ τοῦ Ἡλίου τοῦ νοητοῦ, κατηγλαϊσμένος, ἱερώτατε Συμεών, μετά τῶν συνάθλων, πυρσολατρῶν τό σκότος, διέβης ἀπροσκόπτως, φέγγει ἀθλήσεως.
Ἅγιος Ἀνίκητος ὁ Ἱερομάρτυρας πάπας Ρώμης (17 Απριλίου)
Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀνίκητος καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἔμεσα τῆς Συρίας καί ἦταν Ἐπίσκοπος Ρώμης κατά τά μέσα τοῦ 2ου αἰῶνα μ.Χ. (155 – 166 μ.Χ.).
Πρός τόν Ἐπίσκοπο Ἀνίκητο ἦλθε ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης († 23 Φεβρουαρίου), γιά τόν καθορισμό τοῦ χρόνου τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑόρταζαν τό Πάσχα στίς 14 τοῦ μηνός Νισσάν, σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα καί ἂν ἔπεφτε αὐτό. Ἀντίθετα οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες δέν ἑόρταζαν καθόλου τό Πάσχα, ἀλλά ἀρκοῦνταν στό ἑβδομαδιαῖο κατά Κυριακήν ἑορτασμό τῆς Ἀναστάσεως, τονίζοντας ἀσφαλῶς περισσότερο τόν ἑορτασμό τῆς πρώτης Κυριακῆς μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἐπειδή λόγω τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης τηροῦσε αὐστηρή στάση ἔναντι τῶν Μικρασιατῶν, ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἀναγκάσθηκε νά μεταβεῖ στή Ρώμη, γιά νά διευθετήσει μέ τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀνίκητο τό ζήτημα αὐτό καί ἄλλα δευτερεύοντα θέματα.
Ὁ Ἅγιος Ἀνίκητος μαρτύρησε τό ἔτος 166 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορα Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἅγιος Ἀδριανὸς ὁ Μάρτυρας ὁ Νέος (17 Απριλίου)
Ἅγιος Μάρτυς Ἀδριανός, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά ἐγκαταλείψει τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί κλείσθηκε στή φυλακή. Ἐκεῖ τόν ὑπέβαλαν σέ μύριες στερήσεις καί βασανισμούς γιά νά δαμάσουν τό φρόνημά του. Ὅταν νόμισαν ὅτι ἡ σταθερότητα τοῦ Ἁγίου θά εἶχε πλέον καμφθεῖ, τόν ἔβγαλαν ἀπό τήν φυλακή καί τόν διέταξαν νά προσφέρει θυσία στά εἴδωλα. Ἐκεῖνος ὅμως ὄχι μόνο δέν πείσθηκε νά κάνει αὐτό πού ἐπίμονα τοῦ ζητοῦσαν, ἀλλά ὅρμησε στό βωμό, τόν ἀνέτρεψε καί γκρέμισε τό πῦρ καί τά ἐπ’ αὐτοῦ σφάγια.
Ἔξαλλος ὁ ἄρχοντας γιά τή στάση αὐτή τοῦ Ἀδριανοῦ, ἔδωσε ἐντολή νά τόν χτυπήσουν ἀνηλεῶς μέ ραβδιά καί πέτρες. Τοῦ συνέτριψαν τό στόμα καί τήν κεφαλή καί, τέλος, τόν ἔριξαν μέσα σέ καμίνι, ὅπου τελείωσε τό δρόμο τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονὶα οἱ Μάρτυρες (16 Απριλίου)
ἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καί Χιονία μαρτύρησαν ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) στή Θεσσαλονίκη, τό ἔτος 304 μ.Χ. Στό Συναξάρι μαρτυρεῖται ὅτι οἱ τρεῖς ἀδελφές, πιθανῶς ἐνεργά μέλη μιᾶς ἀδελφότητας νέων Χριστιανῶν μέ πλούσια βιβλιοθήκη, κατέφυγαν ἀμέσως μετά τήν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ σέ ὑψηλό ὄρος πλησίον τῆς Θεσσαλονίκης, πιθανῶς τό Χορτιάτη, ἀφοῦ ἔκρυψαν στό σπίτι τους τά βιβλία. Ἡ Ἀγάπη καί ἡ Χιονία, μετά ἀπό ἐντολή τοῦ διοικητοῦ Δουλκιτίου, ρίχθηκαν στήν πυρά. Ἡ Ἁγία Εἰρήνη κλείσθηκε σέ πορνεῖο, ἀλλά κανένας δέν τόλμησε νά τήν ἐνοχλήσει. Ὁδηγήθηκε καί αὐτή στόν διά πυρᾶς θάνατο.
Τά ἱερά λείψανα πού ἀπέμειναν ἀπό τήν πυρά συνελέγησαν ἀπό εὐλαβεῖς Χριστιανούς καί ἐνταφιάσθηκαν δυτικά τῆς πόλεως, σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τά τείχη. Ἐκεῖ ἀνεγέρθηκε ἕνας ναΐσκος στήν ἀρχή, πού ἀργότερα ἔγινε μεγαλύτερος. Στίς Διηγήσεις τῶν Θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀναφέρεται ὡς τό «σεβάσμιον τέμενος» τῶν τριῶν Ἁγίων Μαρτύρων Χιονίας, Εἰρήνης καί Ἀγάπης.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς αὐτάδελφοι Κόραι καί οὐρανόφρονες, πρός εὐσεβείας ἀγῶνας ὁμονοοῦσαι καλῶς, τόν ἀρχέκακον ἐχθρόν κατεπαλαίσατε, Χιονία ἡ σεμνή, σύν Ἀγάπῃ τῇ κλυτῇ, Εἰρήνη ἡ πανολβία. Καί νῦν Χριστόν δυσωπεῖτε, ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας ἔσοπτρα, φωτοειδῆ πεφυκυῖται, νοερῶς ἠστράψατε, ἀθλητικάς λαμπηδόνας, πᾶσαν μέν, τήν Ἐκκλησίαν ἀγλαϊζούσας, νύκτα δέ, τῶν νοσημάτων ἀπελαυνούσας, Χιονία καί Ἀγάπη, σύν τῇ Εἰρήνῃ, Χριστοῦ κειμήλια.
Μεγαλυνάριον.
Μύρῳ αἱ νεάνιδες αἱ σεμναί, Ἀγάπη Εἰρήνη, Χιονία τοῦ Ἰησοῦ, κατακολουθοῦσαι, τά αἵματα ὡς μύρα, προσέφερον Κυρίῳ, ὡς καλλιπάρθενοι.
Ἅγιοι Λεωνίδης, Βασίλισσα, Γαλήνη ἢ Γαληνή, Θεοδώρα, Καλλίδα, Νίκη, Νουνεχία καὶ Χάρισσα οἱ Μάρτυρες (16 Απριλίου)
ἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἄθλησαν στήν Κόρινθο κατά τίς ἡμέρες τοῦ Πάσχα ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἦταν «ἔξαρχος» πνευματικοῦ χοροῦ, δηλαδή ἡγούμενος κύκλου μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Συνελήφθη στήν Τροιζηνία τῆς Πελοποννήσου κατά τίς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί ὁδηγήθηκε στήν Κόρινθο. Ἡ Νουνεχία καί ἡ Βασίλισσα, ἡ μητέρα τῆς Νουνεχίας, ἡ Γαληνή, ἡ Θεοδώρα, ἡ Καλλίδα, ἡ Νίκη καί ἡ Χάρισσα ὁδηγήθηκαν καί αὐτές στήν Κόρινθο, στόν ἡγεμόνα Βενοῦστο.
Ἐκεῖ ὁ ἡγεμόνας ἐπιχείρησε μέ δελεάσματα στήν ἀρχή, ἀλλά καί μέ ἀπειλές στήν συνέχεια, νά πείσει τόν Ἅγιο Λεωνίδη καί τίς ἑπτά γυναῖκες νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους στόν Χριστό. Οἱ Μάρτυρες ὅμως ἔμειναν ἀκλόνητοι. Ὁ Βενοῦστος, διαπιστώνοντας ὅτι ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἔμενε σταθερός στήν πίστη του στόν Χριστό, διέταξε νά τόν κρεμάσουν ψηλά καί νά τοῦ καταξεσκίσουν τό σῶμα μέ αἰχμηρά ὄργανα.
Στή συνέχεια ἔδωσε ἐντολή νά βυθίσουν τό νεκρό σῶμα τοῦ Μάρτυρος στήν παραλία τοῦ Κορινθιακοῦ μαζί μέ τίς Ἁγίες. Καί ἐνῷ οἱ Ἁγίες Μάρτυρες ὁδηγοῦνταν ἀπό τούς δημίους γιά νά ριχθοῦν στό βυθό τῆς θάλασσας, λέγεται ὅτι ἡ Ἁγία Χάρισσα ἔψαλλε, ὅπως ἄλλοτε ἡ Προφήτιδα Μαριάμ μέ ἀφορμή τόν καταποντισμό τῶν Αἰγυπτίων, λέγοντας: «Ἕνα μίλι ἔτρεξα, Κύριε, καί στράτευμα μέ καταδίωξε, καί δέν Σέ ἀρνήθηκα, Κύριε, σῶσε μου τό πνεῦμα». Ἀλλά καί ὅταν τίς ἐπιβίβασαν στό πλοῖο, συνέχισαν νά ψάλλουν τήν ὠδή, μέχρι πού ἀνοίχθηκαν μέσα στή θάλασσα. Ἐκεῖ τούς ἔδεσαν ὅλους μέ πέτρες καί τούς ἔριξαν στό βυθό τῆς θάλασσας. Οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στή ζωή τοῦ Παραδείσου τήν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Τά ἱερά λείψανα αὐτῶν ἀνευρέθηκαν τό ἔτος 1917, ὅταν σέ εὐσεβεῖς Ἐπιδαύριους ὑποδείχθηκε σέ ὅραμα πού νά σκάψουν, γιά νά βροῦν τόν ἱερό θησαυρό. Στό σημεῖο ἐκεῖνο ἀνευρέθηκε σαρκοφάγος, ἐντός τῆς ὁποίας βρισκόταν τά ἑπτά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων γυναικῶν καί ἄλλη σαρκοφάγος ἐντός τῆς ὁποίας ὑπῆρχε τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λεωνίδου. Ἀμέσως οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοι ἀνήγειραν ἐπί τόπου ναό ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο, ἐντός τοῦ ὁποίου ἔθεσαν τή σαρκοφάγο μέ τά ἱερά λείψανα.
Ἁγία Εἰρήνη ἡ Παρθενομάρτυς (16 Απριλίου)
Ἁγία Μάρτυς Εἰρήνη, μαρτύρησε στήν Κόρινθο ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) κατά τίς ἡμέρες τοῦ Πάσχα. Βρισκόταν στήν Ἑλλάδα κατά τόν καιρό τοῦ Πάσχα, ὅταν μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Λεωνίδης μαζί μέ τίς Ἁγίες ἑπτά γυναῖκες, καί δοξολογοῦσε τόν Θεό μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς σέ κάποιο εὐκτήριο οἶκο. Τήν συνέλαβαν, τήν φυλάκισαν καί στήν συνέχεια τήν ὑπέβαλαν σέ βασανιστήρια. Πρῶτα τῆς ἔκοψαν τή γλῶσσα, ἔπειτα τῆς ἔβγαλαν τά δόντια καί, τελικά, τήν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἔλαβε ἀπό τόν μισθαποδότη Κύριο τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἅγιοι Φήλικας, Ἰανουάριος, Σεπτεμίνος καὶ Φουρτουνάτος οἱ Μάρτυρες (16 Απριλίου)
ἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Φήλικας, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σπολέτο τῆς Ἰταλίας, Ἰανουάριος ὁ πρεσβύτερος καί οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σεπτεμίνος καί Φουρτουνάτος ἄθλησαν κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καί Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.).
Κατά τό ὄγδοο ἔτος τῆς βασιλείας αὐτῶν, τό ἔτος 294 μ.Χ., ἐκδόθηκε διάταγμα νά καοῦν ὅλα τά βιβλία τῶν Χριστιανῶν σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.
Τότε λοιπόν ἀπεστάλη στήν πόλη τοῦ Τουβουκιᾶν τῆς Λυκαονίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ ἡγεμόνας Μαριανός ἢ Μαγνιανός, γιά νά καταστήσει γνωστή τήν ἀπόφαση καί διαταγή τῶν βασιλέων. Ὁ εἰδωλολάτρης ἡγεμόνας ζήτησε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Φήλικα καί τόν πρεσβύτερο Ἰανουάριο νά τοῦ παραδώσουν τά ἱερά βιβλία τῶν Χριστιανῶν καί ἀνέγνωσε σέ αὐτούς τό διάταγμα. Ὅμως ὁ Ἐπίσκοπος Φήλικας ἀποκρίθηκε σέ αὐτόν: «Εἶναι γραμμένο, ἄρχοντα, στήν Ἁγία Γραφή. Μή δίνεται τά ἅγια στά σκυλιά, οὔτε νά ρίχνεται μπροστά στούς χοίρους τά μαργαριτάρια». Καί ἀρνήθηκε νά παραδώσει τά ἱερά βιβλία.
Μετά τήν ἀπάντηση αὐτή ὁ ἄρχοντας ἔκλεισε στή φυλακή τόν Ἅγιο Φήλικα καί τόν ἄφησε χωρίς τροφή καί νερό ἐπί τρεῖς ἡμέρες. Ἔπειτα τόν ἔβγαλε ἀπό τήν φυλακή καί προσπάθησε νά τόν πείσει νά ὑπακούσει στό βασιλικό πρόσταγμα. Ὁ Ἅγιος ὅμως δέν πείσθηκε. Τότε ὁ ἄρχοντας ἀφοῦ ἔδεσε καί αὐτόν καί ἄλλους τρεῖς Ἁγίους, δηλαδή τόν πρεσβύτερο Ἰανουάριο, τόν Φουρτουνάτο καί τόν Σεπτεμίνο, τούς ἔστειλε στόν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος τούς φυλάκισε καί μετά ἀπό ἕνδεκα ἡμέρες τούς ἔστειλε στόν ἔπαρχο τοῦ πραιτωρίου. Ἐκεῖνος τούς ἔριξε σέ μία ζοφερή φυλακή καί στήν συνέχεια ἁλυσοδεμένους τούς ἔβαλε σέ πλοῖο μέ προορισμό τήν πόλη Ταυρομένιον. Μετά ἀπό περιπετειῶδες καί βασανιστικό ταξίδι ἔφθασαν στήν πόλη τῶν Αἰλούρων. Ὁ ἔπαρχος τούς ἔλυσε ἀπό τά δεσμά καί τούς προέτρεψε νά παραδώσουν τά βιβλία τους καί νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Οἱ Ἅγιοι μέ πνευματική ἀνδρεία παρέμειναν ἀκλόνητοι στήν πίστη τους. Γιά τήν ἄρνησή τους αὐτή καταδικάσθηκαν στόν διά ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο καί ἔλαβαν τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.